ζεστός

ζεστός
[зэстос] яг. горячий, жаркий.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ζεστός" в других словарях:

  • ζεστός — seethed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστός — ή, ό (AM ζεστός, ή, όν, Μ και ζευστός, ή, όν) 1. ο θερμός, αυτός που έχει υψηλή θερμοκρασία (α. «ζεστῶν ὑδάτων ἐκβολαί» θερμές πηγές, Στράβ. β. «το ψωμί είναι ζεστό») 2. ο έντονος, ο ζωηρός («ζεστά και φλογερά..., πρέπει να πεταχτούν τα λόγια»,… …   Dictionary of Greek

  • ζεστός — ή, ό 1. θερμός: Ζεστό γάλα. 2. αυτός που έχει πυρετό: Το παιδί είναι ζεστό. 3. αυτός που δημιουργεί φιλική ατμόσφαιρα, που ενθαρρύνει: Ζεστός άνθρωπος. – Ζεστά λόγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεστότερον — ζεστός seethed adverbial comp ζεστός seethed masc acc comp sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστόν — ζεστός seethed masc/fem acc sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστότατον — ζεστός seethed masc acc superl sg ζεστός seethed neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστοτέρῳ — ζεστός seethed masc/neut dat comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστοῦ — ζεστός seethed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστούς — ζεστός seethed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστά — ζεστός seethed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζεστῶν — ζεστός seethed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»